Αύγουστος του 1910, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει
την Κρήτη και έρχεται στην Αθήνα. Στις εκλογές της 8ηςΑυγούστου του
1910 ανακηρύσσεται νικητής των εκλογών με μεγάλη πλειοψηφία και στις
6 Οκτωβρίου ορκίζεται Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Ταυτόχρονα με την προσπάθεια της νέας κυβέρνησης, για
οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων του Έθνους,
έχουμε τα πρώτα βήματα της Ελληνικής Αεροπορίας.
Η πολιτική ηγεσία και ιδιαίτερα ο Πρωθυπουργός της χώρας
Ελευθέριος Βενιζέλος, υποστήριξε τη νέα αεροναυτική εφεύρεση και μερίμνησε ώστε
ο λαός, που αγνοούσε τότε τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα της Δύσης, να
κατανοήσει τη σημασία και την αξία της Αεροπορίας για την υπεράσπιση της πατρίδας
και πολύ σύντομα να ενστερνιστεί την «αεροπορική ιδέα». Έτσι στις αρχές του
αιώνα η Ελλάδα ήταν έτοιμη να δεχτεί το νέο αεροπορικό όπλο και να
αξιοποιήσει την πρόοδο που είχε ήδη γίνει στον τομέα της αεροναυπηγικής.
Η κυβερνητική μέριμνα συνετέλεσε στο να προέλθει από τις τάξεις του
Στρατού μία ομάδα ικανών Αξιωματικών Αεροπόρων που επέβαλαν την Αεροπορία ως
όπλο.
Παράλληλα με τους πρώτους ιδιώτες αεροπόρους, ο Στρατός
ξεκίνησε από τις αρχές του 1911 συνεργασία με τη Γαλλία,
στα πλαίσια της οποίας ήρθε στην Ελλάδα Γαλλική Οργανωτική αποστολή με
επικεφαλής τον Υποστράτηγο Eudoux. Έτσι η οργάνωση Αεροπορικής Υπηρεσίας
στηρίχτηκε σε Γαλλικά πρότυπα. Στα τέλη του 1911 το Υπουργείο
Στρατιωτικών επέλεξε κατάλληλο προσωπικό και στα μέσα Δεκεμβρίου απεστάλησαν
στη Γαλλία στην αεροπορική σχολή του Henry Farman τρεις αξιωματικοί αρχικά και
άλλοι τρεις ακόμη τον Απρίλιο του 1912 για να υποστούν αεροπορική
εκπαίδευση. Οι πρώτοι τρεις ήταν, οι Δ. Καμπέρος, ο Μιχαήλ Μουτούσης και ο Χρ.
Αδαμίδης και οι υπόλοιποι τρεις ήταν, ο Λουκάς Παπαλουκάς, ο Μάρκος
Δράκος και ο Πανούτσος Νοταράς. Πριν την αποστολή των έξι Αξιωματικών στη
Γαλλία, είχε γίνει διαπραγμάτευση και στη συνέχεια υπογραφή σύμβασης με τον
οίκο Farman, για αγορά αεροπλάνων τύπου Henry Farman.

Μετά τις επιτυχείς πτήσεις του Δ. Καμπέρου και μέσα στο
ευνοϊκό κλίμα που επικρατούσε, το Υπουργείο Στρατιωτικών έδωσε στον Δ. Καμπέρo
την άδεια, ύστερα από επίμονη απαίτηση του ίδιου, να μετατρέψει ένα στρατιωτικό
αεροπλάνο σε υδροπλάνο. Στις 22 Ιουνίου 1912 η μετατροπή έγινε
σε Henry Farman από τον ίδιο τον Καμπέρο με τη βοήθεια ανδρών του Μηχανικού και
υπό την επίβλεψη του Γάλλου αερομηχανικού Σοβώ. Τα υδροπλάνα αργότερα
στα τέλη Ιουνίου 1912 θα λάβουν μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις με
μεγάλη επιτυχία.
Το Σεπτέμβριο του 1912 ανακλήθηκαν
από τη Γαλλία οι έξι εκπαιδευθέντες Αεροπόροι Αξιωματικοί, οι οποίοι άρχισαν
την οργάνωση της πρώτης Αεροπορικής Μονάδας στη Λάρισα.

Τα αεροπλάνα Henry Farman, αποτελούνταν από ελαφρύ ξύλινο
σκελετό, ήταν ακάλυπτα και η ταχύτητά τους δεν υπερέβαινε τα 100 χιλιόμετρα ανά
ώρα. Επίσης ήταν χωρίς άτρακτο και με τον κινητήρα πίσω από το κάθισμα
του πιλότου, μπορούσαν να ανέβουν σε ύψος 2.000 μέτρων, πράγμα όμως δύσκολο,
καθώς οι πιλότοι ήταν εντελώς εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Τα αεροσκάφη
αυτά, διέθεταν μόνο πυξίδα και υψόμετρο, δεμένο στον άξονα του ποδωστηρίου,
χωρίς άλλα όργανα αεροναυτιλίας ή επικοινωνίας. Τα κενά κάλυπτε ο χειριστής με
την πείρα και την αντίληψή του. Επίσης δεν διέθεταν οπλισμό, πλην του
περιστρόφου του χειριστή και μερικών βομβών, τις οποίες όπως προαναφέρθηκε πετούσε ο ίδιος με το χέρι κατεβαίνοντας
χαμηλά. Μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η πτήση με ένα τέτοιο αεροπλάνο
αποτελούσε ηρωισμό και μεγάλη δοκιμασία για τον πιλότο, ο οποίος εκτός από το
κρύο ή τη βροχή είχε να αντιμετωπίσει ατομικά ή ομαδικά πυρά ή και πυρά με πυροβόλα.
Η αδυναμία των αεροπλάνων αυτών να ανταποκριθούν στις επιχειρησιακές απαιτήσεις
του πολέμου οδήγησαν στην παραγγελία δύο νέων τελειότερων αεροπλάνων Maurice
Farman 70 ίππων και ένα Henry Farman HF 20, 80 ίππων, που μπορούσαν να
φέρουν και παρατηρητή.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, τις πρώτες πρωινές ώρες
ξεκίνησε ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Ελληνικές δυνάμεις εξόρμησαν κατά της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Μελούνα προς Ελασσόνα. Ο νεοσύστατος
«Λόχος Αεροπόρων», είχε συμπεριληφθεί για πρώτη φορά στον Οργανισμό του Στρατού
με έδρα τη Λάρισα, ο οποίος και τέθηκε σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας
με τέσσερα αεροπλάνα, παρόλο που διέθετε πενιχρά μέσα και προσωπικό για
επιχειρήσεις .
Το ίδιο πρωί, πρώτης ημέρας του πολέμου, ο Υπολοχαγός Δ.
Καμπέρος πήρε διαταγή από το Γενικό Στρατηγείο να εκτελέσει την πρώτη πολεμική
αποστολή αναγνωρίσεως, να πετάξει πάνω από το μέτωπο και να δώσει πληροφορίες
για τις κινήσεις και τις δυνάμεις του εχθρού, αναγνωρίζοντας το έδαφος μεταξύ
Σκόμειας και Τσαριτσάνης. Ο Δ. Καμπέρος πράγματι απογειώθηκε από το Αεροδρόμιο
της Λάρισας και αφού έκανε αναγνώριση ολόκληρης της παραμεθόριας περιοχής,
προσγείωσε το αεροπλάνο στον Τίρναβο, από όπου υπέβαλε την λεπτομερή αναφορά
του, για τις θέσεις και τις κινήσεις του Οθωμανικού Στρατού. Ο ίδιος περιέγραψε
την πρώτη του αυτή πτήση πάνω από το μέτωπο, που είναι και η πρώτη στον κόσμο
πτήση κατά τη διάρκεια ενός τακτικού πολέμου. Να τι έγραφε στην αναφορά
του:
[Το από των συνόρων μέχρις Ελασσόνος τμήμα της
αρτηρίας εισβολής εφαίνετο λευκόν και άσπιλον, το από Ελασσόνος μέχρι
Σαρανταπόρου εστίζετο επί της αμαξιτής οδού, υπό αραιάς ασυγκροτήτου
κινήσεως προς Σαραντάπορον ατόμων και ενίων οχημάτων. Η Ελασσών μάλλον εφαίνετο
κατεχομένη.]
Υπολοχαγός Αεροπόρος Δ. Καμπέρος
Η πρώτη αυτή πολεμική αεροπορική αποστολή, αποτέλεσε την
αρχή της δράσης των Ελλήνων Αεροπόρων. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν
κατά τη διάρκεια της, αποδείχθηκαν πολύτιμες για την επίθεση στην
Ελασσόνα. Στις 6 Οκτωβρίου λόγω κακοκαιρίας δεν πραγματοποιήθηκαν
πτήσεις. Από την επόμενη ακολούθησαν και άλλες πολεμικές αεροπορικές
αποστολές κατά τις μάχες του Σαρανταπόρου, με σκοπό την αναγνώριση των θέσεων
και των κινήσεων του αντιπάλου. Κατά τις αποστολές αυτές
πραγματοποιήθηκαν και ρίψεις βομβών, οι οποίες δεν επέφεραν βέβαια σοβαρές
υλικές ζημιές, αλλά έπλητταν ουσιαστικά το ηθικό των εχθρικών
στρατευμάτων. Σε μία από αυτές, στις 11 Οκτωβρίου, ο Δ. Καμπέρος
διείσδυσε σε βάθος 60 χιλιομέτρων μέσα στο εχθρικό έδαφος, με αποτέλεσμα να
δεχθεί σφοδρά πυρά από το τουρκικό πεζικό.
Η σύμπτυξη του αντιπάλου μετά τις μάχες του Σαρανταπόρου
και η εσπευσμένη υποχώρηση του προς τα Σέρβια, διαπιστώθηκαν από τα αεροπλάνα
Henry Farman τα οποία συνετέλεσαν με τον τρόπο αυτόν, στην επιτυχή και ταχεία
καταδίωξή του εχθρού από τα θεσσαλικά εδάφη.
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μέτωπο από τη συνεχή
προέλαση του Στρατού, επέβαλε και την προώθηση του Λόχου
Αεροπόρων σε πλησιέστερο στη μάχη αεροδρόμιο. Λόγω της μικρής
ακτίνας δράσης των αεροσκαφών, δεν ήταν πλέον δυνατόν να πραγματοποιηθούν
αποστολές από το αεροδρόμιο της Λάρισας κι έτσι επελέγη αυτό της Κοζάνης.
Από εκεί οι αεροπόροι εκτελούσαν καθημερινά αναγνωρίσεις σε μεγάλο βάθος μέσα
στο εχθρικό έδαφος με αεροσκάφη Farman.
Με την κατάληψη όμως της Θεσσαλονίκης στις 26
Οκτωβρίου 1912, οι επιχειρήσεις στο μέτωπο αυτό σταμάτησαν. Η Αεροπορία
διατάχθηκε να μετακινηθεί στην Ήπειρο, για να συμμετάσχει στην κατάληψη των
Ιωαννίνων. Επειδή όμως τα αεροσκάφη δεν ήταν δυνατόν να πετάξουν πάνω από
τα παρεμβαλλόμενα υψηλά βουνά, αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν
σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Εκεί ο Λόχος Αεροπόρων παρέλαβε τρία
ακόμα νέα αεροπλάνα Maurice Farman MF.7, 80 ίππων. Τέλη Νοεμβρίου
1912 όλο το προσωπικό και το υλικό έφθασε με πλοία από τον Πειραιά στη
Νικόπολη της Πρέβεζας, από όπου ο Λόχος ανέλαβε εκ νέου δράση.
Μετά τις επιτυχείς πτήσεις του Καμπέρου με υδροπλάνο, η
Ελληνική Κυβέρνηση θεώρησε αναγκαίο να προγραμματίσει την οργάνωση εκτός της
Στρατιωτικής και Ναυτικής Αεροπορίας. Η έκρηξη όμως των Βαλκανικών
Πολέμων δεν επέτρεψε την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, με αποτέλεσμα η Ναυτική
αεροπορία να αποκτήσει το πρώτο υδροπλάνο τον Νοέμβριο του 1912.
Επρόκειτο για ένα διθέσιο Astra Hydroplane, που έφερε κινητήρα Renault 100
ίππων. Σε επίσημη τελετή στο Παλαιό Φάληρο και με ανάδοχο τον Υπουργό
Ναυτικών, το υδροπλάνο βαφτίστηκε «Ναυτίλος».
Η πρώτη αεροπορική αποστολή στο μέτωπο Ηπείρου
πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Μ. Μουτούση, με αεροπλάνο Maurice Farman
MF.7, στις 5 Δεκεμβρίου 1912. Ο Μουτούσης προέβη σε αναγνώριση της
περιοχής μέχρι τα Ιωάννινα, προσβάλλοντας με βόμβες συγκεντρώσεις των τουρκικών
στρατευμάτων, καθώς και τα οχυρά Μπιζανίου. Όταν ο Μουτούσης επέστρεψε,
όλοι οι στρατιώτες ζητωκραύγαζαν για το θρίαμβό του, ενώ δέχθηκε τα
συγχαρητήρια του Αρχηγού του Στρατού Ηπείρου. Ο Μουτούσης πραγματοποίησε
από το αεροδρόμιο της Νικόπολης και δεύτερη επιτυχή πτήση πάνω από τα
Ιωάννινα. Με βάση τις παρατηρήσεις του καταρτίστηκαν πρόχειρα
σχεδιαγράμματα των οχυρωμάτων και των θέσεων των πυροβολαρχιών στο
Μπιζάνι. Οι αποστολές των Ελλήνων αεροπόρων στο μέτωπο Ηπείρου
συνεχίστηκαν, ενώ πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες ρίψεις εφημερίδων και τροφίμων
για τους κατοίκους των πολιορκημένων Ιωαννίνων.
Στις 21 Ιανουαρίου 1913, ένα άλλο υδροπλάνο τύπου
Maurice Farman Hydroplane με χειριστή τον Υπολοχαγό Μιχ. Μουτούση και
παρατηρητή τον Σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη, πραγματοποίησε επιτυχή
δοκιμαστική πτήση μέχρι την Τένεδο. Έπειτα από αυτό ο Αρχηγός του
αγκυροβολημένου στο Μούδρο Ελληνικού Στόλου, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το
υδροπλάνο για τη συγκέντρωση πληροφοριών για τις ναυτικές δυνάμεις των Τούρκων
που είχαν εγκλειστεί στα Δαρδανέλια. Για το λόγο αυτό διέταξε την
εκτέλεση αεροπορικής αποστολής αναγνώρισης.
Στις 24 Ιανουαρίου 1913 ένα Ελληνικό υδροπλάνο
αποθαλασσώθηκε από τον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου και πέταξε πάνω από τη
ναυτική βάση του τουρκικού στόλου στο Ναγαρά των Δαρδανελίων, γεγονός σημαντικό
στην ιστορία της πολεμικής αεροπορίας, που τονίστηκε από τον ελληνικό και τον
ξένο τύπο της εποχής. Πιλότος του υδροπλάνου ήταν ο υπολοχαγός Μιχ. Μουτούσης,
ο οποίος είχε ανακληθεί από το Ηπειρωτικό Μέτωπο το Δεκέμβριο του
1912 για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Ναυτική Αεροπορία, και
παρατηρητής ο Σημαιοφόρος Αριστ. Μωραϊτίνης, που σε ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα
σημείωσε τη θέση, το είδος και το όνομα των τουρκικών πολεμικών πλοίων. Κατά
την αναγνώριση οι δύο πιλότοι έριξαν τις τέσσερις χειροβομβίδες τους πάνω στα
τουρκικά πλοία, τα οποία ανταπέδωσαν με αντιαεροπορικά πυρά εναντίον των
ελληνικών υδροπλάνων. Αυτή ήταν η πρώτη παγκοσμίως αποστολή ναυτικής
συνεργασίας.
Όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο Ελληνικός
Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα, ο αεροπόρος Ανθυπίλαρχος Χρ. Αδαμίδης
πραγματοποίησε με αεροπλάνο Maurice Farman πτήση πάνω από την πόλη και
προσγειώθηκε στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή
υποδοχή. Η πτήση αυτή σήμανε και τη λήξη των αεροπορικών επιχειρήσεων στο
μέτωπο Ηπείρου.
Οι στρατιωτικοί παρατηρητές χαρακτήρισαν την αποστολή
αυτή ως την πρώτη στον κόσμο ναυτικής συνεργασίας, ενώ ο ελληνικός και διεθνής
τύπος εξήραν το γεγονός με εντυπωσιακούς τίτλους. Μεγαλύτερη όμως
βαρύτητα είχαν τα σχόλια του τουρκικού τύπου, τα οποία έδιναν σαφή εικόνα της
εντύπωσης που προκάλεσαν τα επιτεύγματα των Ελλήνων Αεροπόρων.
Κατά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, που ξέσπασε
στις 16 Ιουνίου 1913 μεταξύ Βουλγαρίας και των Ελλάδας, Σερβίας και
Μαυροβουνίου δεν υπήρξε αεροπορική δράση από ελληνικής πλευράς διότι τα λίγα
ελληνικά αεροπλάνα που είχαν χρησιμοποιηθεί εντατικά κατά τον Α’ Βαλκανικό
είχαν υποστεί σημαντικές φθορές και ζημίες και είχαν ακινητοποιηθεί στο έδαφος
από έλλειψη ανταλλακτικών και μη αποτελεσματική συντήρηση.
Ο Γάλλος Αντισυνταγματάρχης Denain, Διοικητής της
Διασυμμαχικής Αεροπορίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκφράζοντας το θαυμασμό
του για τους Έλληνες αεροπόρους του 1912-1913, ανέφερε σχετικά : «Οι
αεροπόροι εκείνοι έπρεπε να θεωρούνται είδωλα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας,
γιατί τα αεροπλάνα εκείνα με τα οποία εκτελούσαν πολεμικές πτήσεις στο Μπιζάνι,
τη Μακεδονία και τα Δαρδανέλια, δεν ήταν αεροπλάνα αλλά …σκοτώστρες.»
Blogger Comment
Facebook Comment