«Ζαλίζεται κανένας κι ἀπελπίζεται, βλέποντας σὲ ποιὸν καιρὸν ζοῦμε. Σ᾿ ἕναν καιρὸ ὁλότελα παλαβὸν καὶ σκοτισμένον ποὺ ἡ τρέλλα κι ἡ ἀνοησία ἔχουνε κυριαρχήσει ἐπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο... Κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι κι ἀπορῶ πῶς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πηγαίνουνε μπροστά, πὼς προοδεύουνε σὲ ὅλα, ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια πηγαίνουνε ὅλο καὶ πίσω, κατεβαίνουνε ὅλο καὶ παρακάτω;...»
«Τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἕνα βασίλειο ποὺ φαινότανε πὼς εἶχε ἀρχοντιὰ καὶ πὼς ὁ λαός του δὲν δυστυχοῦσε. Μὰ σὲ κάθε μεγάλο καὶ δυνατὸ κράτος, δίπλα στὰ πλούτη καὶ στὴν καλοπέραση, ὑπάρχει κι ἡ φτώχεια, ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχαία Ρώμη, στὴν Περσία, στὴν Αἴγυπτο, κι ὑστερώτερα στὴν τσαρικὴ Ρωσία, στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Τουρκία. Ἔτσι καὶ στὸ Βυζάντιο, προπάντων στὰ χρόνια ποὺ ἀρχίσανε νὰ φανερώνουνται τὰ γεράματά του.
Ἕνας τύπος φτωχὸς καὶ πεινασμένος, ποὺ ἔζησε στὸ Βυζάντιο, ἤτανε ἕνας καλόγερος ποὺ τὸν λέγανε Πρόδρομο, κι ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὴ μιζέρια ποὺ εἶχε κι ἀπὸ τὴ ζητιανιά του, τὸν βγάλανε
Φτωχοπρόδρομο………
Ὁ
Φτωχοπρόδρομος γεννήθηκε κατὰ τὰ 1150 ἀπάνω
- κάτω, βασιλεύοντας ὁ Μανουὴλ
ὁ Κομνηνός.
Ἀφοῦ γεμίσει δυὸ φύλλα, μὲ τὶς σιχαμερὲς κολακεῖες του, ἀρχίζει τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του: «Ἀπὸ μικρόθεν μ᾿ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου, - τέκνον
μου, μάθε γράμματα, ἂν θέλεις νὰ φελέσῃς. - Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου; Πεζὸς ἐπεριπάτει, - καὶ τώρα βλέπεις γέγονεν χρυσοφτερνιστηρᾶτος. - Ὁ κόρφος του
βουρβούριζεν ψείρας ἀμυγδαλάτας, - καὶ τώρα ἀπὸ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανολᾶτα (φλουριά)». Καθὼς φαίνεται, ὁ Φτωχοπρόδρομος τὶς ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὶς ἀμυγδαλάτες ψεῖρες ποὺ βουρβουλιάζανε στὸν κόρφο του.
Τὸ λοιπόν, «ἔμαθε τὰ γραμματικά, πλὴν μετὰ κόπου πόσου!». Ἀλλὰ λέγει παρακάτω: «Ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, - ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ κύταλον καὶ ψύχαν. - Καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν, - ὑβρίζω τὴν γραμματικήν, καὶ κλαίγω καὶ φωνάζω: - Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα! Χριστέ, καὶ ποὺ τὰ θέλει! - Ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρόν, κι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, - ὅπου μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ σκολιὸν ἐμέναν!». Καλύτερα,
λέγει, νὰ μάθαινα μία τέχνη, νὰ γινόμουνα ράφτης. Γιατὶ ἂν μάθαινα «τὴν κλαποτήν», δηλαδὴ τὴ ραφτική: «Νὰ ἄνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τό ῾βρισκα γεμᾶτον - ψωμίν, κρασίν, πληθυντικὸν καὶ θυνομαγερίαν, - καὶ παλαμηδοκόμματα, καὶ τζίρους καὶ σκουμπρία, - παροῦ ὅτι τώρ᾿ ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, - καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία». Ὕστερα λέγει πὼς ἔχει ἕναν γείτονα μπαλωματή, «πετζοτῶν τάχα ψευδοτζαγγάρην, - πλὴν ἔνε καλοψουνιστής, ἔνε καὶ χαροκόπος (γλεντζές, χαρούμενος)». Κάθε πρωὶ λέγει στὸ τσιράκι του νὰ πάγει ν᾿ ἀγοράσει «χορδόκοιλα»
(μεζέδες, κάτι σὰν κοκορέτσι), «-Φέρε καὶ βλάχικον τυρόν, ἄλλην σταμεναρέαν. - Καὶ δός του νὰ προγεύωμαι καὶ τότε νὰ πετζώνω». Πίνει καὶ κρασὶ βραστὸ μὲ πιπέρι, γιατὶ κάνει κρύο στὴν Πόλη. Καὶ σὰν ἔρθει τὸ μεσημέρι, «ρίπτει τὸ καλαπόδιν του, ρίπτει καὶ τὰ σανίδιν, - καὶ λέγει τὴν γυναίκα του: Κυρὰ καὶ θὲς τραπέζιν». Καὶ βάζουνε στὸ τραπέζι «μισὸν ἐκζεστόν, δεύτερον τὸ σφουγγᾶτον (ὀμελέτα),- καὶ τρίτον τὸ ἀκριόπαστον (παστὸ κρέας) ὀφθὸν ἀπὸ μερίου, καὶ τέταρτον μονόκυθρον (= μονόχυτρον, δηλαδὴ διάφορα φαγητὰ σὲ μία χύτρα), - πλὴν βλέπε νὰ μὴ βράζει (νὰ μὴν εἶναι ζεματιστό). - Ἀφοῦ δὲ παραθέσουσιν, καὶ νίψεται καὶ κάτζει. -Ἀνάθεμά με, Βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με! -Ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω τὸν λοιπὸν τὸ πὼς καθίζει, - τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται νὰ πιάσει τὸ κουτάλιν, - καὶ δὲν τρέχουν τὰ σάλια μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι. - Κι ἐγὼ ὑπάγω κι ἔρχομαι πόδας μετρῶν τῶν στίχων. -Εὐθὺς ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, - γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα, - ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ φελοῦν στὴν ἄμετρόν μου πείναν;».
Ὁ καημένος ὁ λιμασμένος
Φτωχοπρόδρομος, ἀπὸ τὴν πείνα του τοὺς βλέπει ὅλους σὰν λούκουλους παραχορτασμένους καὶ τὰ παραλέγει, ὅπως κάνει μὲ τὰ συμπόσια τοῦ φτωχοῦ τοῦ μπαλωματῆ.»
Διαβάζοντας τον
φώτη Κόντογλου διαπιστώνεις σε όλα τα βιβλία ή τα άρθρα του τη διαχρονικότητα
των γραφόμενων σε αυτά.
Το παραπάνω απόσπασμα, για τον Φτωχοπρόδρομο, το οποίο είναι
παρμένο από τη συλλογή του Μυστικὰ
Ἄνθη,
Ἐκδόσεις:
Παπαδημητρίου, καταδεικνύει την ζοφερή
πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνίας μας, στην οποία οι γονείς ωθούσαν και ωθούν
τα παιδιά τους να μορφωθούν οπωσδήποτε
για μια «καλύτερη ζωή» (σαν αυτή που
βιώνουν τώρα;), να διοριστούν σε κάποια θέση στο δημόσιο, θεωρώντας τα υπόλοιπα
επαγγέλματα, μη προσοδοφόρα και κυρίως επίπονα, άσχετα αν θα βρουν εργασία και
αν τα συντηρούν στο διηνεκές του βίου τους (όσο ζουν οι γονείς βέβαια).
Παρόλο λοιπόν που νέοι μας (αφού υπάκουσαν στους
«παντογνώστες» και υπερπροστατευτικούς γονείς) έχουν «γεμίσει» τον εγκέφαλό τους με υπερβάλλουσα
γνώση και με σύμμαχο την τεχνολογία (καλώς ή κακώς), με πτυχία ,
μεταπτυχιακά κρεμασμένα στους τοίχους
των σπιτιών τους (για να καυχώνται οι «κακόμοιροι» οι γονείς), παραμένουν
άεργοι ή άνεργοι σε ποσοστά που σε ζαλίζουν, καθόσον η ανεργία έχει τα πρωτεία
και τους έχει κλείσει της πόρτες για εργασία.
Βέβαια για να μην αδικούμε και την εποχή μας, δεν
συγκρίνεται ο τρόπος ζωής του σήμερα με αυτόν του χθες, παρ΄ όλες τις οικονομικές
δυσκολίες στις οποίες έχουμε περιέλθει. Τουλάχιστον δεν αντιμετωπίζουμε την
πείνα, την ανέχεια, την έλλειψη της στέγης και ανάσεων, θέρμανσης (έστω
καίοντας οτιδήποτε),ρουχισμού κλπ, απλά δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε την
ακόρεστη και ανεξέλεγκτη αγοραστική μας μανία, των τελευταίων 10τιών, η οποία
έχει εμποτιστεί στους νευρώνες του
εγκεφάλου μας και μας οδήγησε στην υπερβολή ή και ενδεχομένως να μας οδηγεί
ακόμη.
Θα κλείσω, όπως άρχισα, με τα διαχρονικά λόγια του Φώτη Κόντογλου:
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως, φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ ἔστω καὶ κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Έγραψε
και επιμελήθηκε
Ο Ευάγγελος Μαυρογόνατος
Απόστρατος Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς
Blogger Comment
Facebook Comment