Δεκέμβρης…2024 Γεώργιος Αθανασιάς
Πρώην εκπαιδευτικός στην εταιρεία Συνταξιούχος Δημοσίου
Παραμονή Χριστουγέννων…
Ο ουρανός κοίταξε τα βαλαντωμένα σύννεφα και σκυθρώπιασε.
Ο ήλιος έριξε κάμποσες έγχρωμες ματιές στην πλάση κι έπεσε αποκαμωμένος στου Ιονίου τα κρεβάτια να ξαποστάσει.
Ολόκληρη μέρα ακροβατούσε στα ύψη, το δικαιούνταν το ξαπόστιο κι αυτός.
Δυο-τρεις κοκκινολαίμηδες, καμμιά δεκαριά μελισσουργοί και μια πολυπληθή συντροφιά από σπουργίτια σταμάτησαν την αναζήτηση του επιούσιου και πέταξαν.
Άλλα πέταξαν κατά τα δένδρα και άλλα χώθηκαν μέσα στα βάτα.
Είχαν τις φωλιές τους εκεί.
Το σκοτάδι, αν και προσωρινός κατακτητής, απλώθηκε σε ράχες, σε ραχούλες, σε υψώματα και σε βουνά.
Και μέσα στις λαγκαδιές απλώθηκε.
Μια κουκουβάγια έκραζε με την ανατριχιαστική λαλιά της απάνω στην αγραπιδιά μας.
Εκείνη την ώρα έμπαινα στο σπίτι.
Σπίτι;
Τέλος πάντων…
Σπίτι να το κάνει ο Θεός.
Καλύβα…
Μια ξύλινη καλύβα ήταν γεμάτη καπνό, καπνιά και κόσμο.
Μια θράκα νοματαίοι είμασταν.
«Άργησες…! Πούλησες τη μέρα κι αγόρασες νύχτα…!», μου ’πε η μάνα.
«Άργησα…! Άργησα, μάνα, γέννησε η πρ’ατίνα μας η κάτσινα και καθυστέρησα…!», της απάντησα.
«Καλά…! Έλα να λουστείς τώρα…! Την έχω έτοιμη την αλ’σίβα…! Να λουστείς και να πέσεις να πλαγιάσεις, γιατί θα σηκωθούμε νύχτα…! Θα πάμε στην εκκλησία…! Χριστούγεννα ξημερώνουν…!», μου είπε.
……………………………………………………………………………………
Ρολόι δεν είχαμε, αλλά πρέπει να ’ταν λίγο μετά τις πέντε το πρωί, όταν ξεκινήσαμε για το χωριό.
Μισή ώρα στράτα ήταν, αλλά…
Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα.
Φέξο δεν υπήρχε στο κονάκι, με τα δαυλιά φωτίζαμε τη στράτα.
Παπούτσια ζεστά δεν είχαμε.
Λάστιχα «αλυσίδα» είχαμε κι αυτά χωρίς κορδόνια, αλλά φορούσαμε τσουράπια.
Η βάβω μας τα ’χε πλέξει.
Είχαμε, όμως, ρούχα ζεστά.
Πολυφορεμένα και μπαλωμένα ήταν, αλλά κρατούσαν ακόμα.
Και ομπρέλες δεν είχαμε.
Ανασκουμπώσαμε κάποια τσουβάλια, τα φτιάξαμε κατσούλες, τις βάλαμε στα κεφάλια μας και ξεκινήσαμε.
Προπορεύονταν ο παππούλης με τη βάβω μας, ακολουθούσαμε εμείς τα παιδιά, πίσω μας ήταν η μάνα και τελευταίος ερχότανε ο πατέρας.
Μόλις γείραμε κατά το ανάμερο, αριστερά μας, στο κάτω μέρος της στράτας, ήταν δυο ελάτια.
Το ’να ήταν ψηλότερο και τ’ άλλο κάπως μικρότερο.
Σαν καλοζωισμένοι παπάδες έμοιαζαν μες στο σκοτάδι.
Όποιος δεν τα ’ξερε, λαχτάραγε.
Λίγο πιο μετά φτάσαμε στο ρέμα το τρανό.
Κατεβασμένο…
Σχεδόν, αδιάβατο ήταν.
Εκεί μας προσπέρασε το σκυλί μας και επιτάχυνε απότομα τους χτύπους της καρδιάς μου.
Ενδεχομένως, και των άλλων, αλλά δεν είπε κανένας τίποτα.
Για δαίμονα το πέρασα.
Για τούτο το ρέμα λέγονται πολλά.
Λίγο το απόμερο, λίγο οι διηγήσεις, περισσότερο η φαντασία σε κάνουν να ανατριχιάζεις προτού φτάσεις σ’ αυτό.
Αν είναι και νύχτα…
Είδαν κι αν είδαν οι άνθρωποι σε τούτο εδώ το ρέμα.
Είδαν πολλά και σύλλαχαν περισσότερα.
Είδαν και συναπάντησαν ανεμοστρόβιλους, αέρηδες, συμπεθερικά, μαυροτσούκαλα, τερατόμορφα, γίγαντες, τραγοκέφαλους, μακρυνόρηδες, κηδείες, νεράιδες, δαίμονες, παγανά και πειραχτήρια.
Μόνο γαϊδούρια δεν είδαν.
Δε γίνονται οι δαίμονες γαϊδούρια.
Έτσι λένε.
Είναι ευλογημένο ζώο το γαϊδούρι.
Το καβαλίκεψε εκείνα τα χρόνια ο Χριστός.
Η Αγία Παρασκευή σκεπάζει, όλα τα χρόνια, σαν την κλώσα το χωριό.
Κι όλο το χωριό, εκείνο το ξημέρωμα, κίνησε για τη χάρη Της.
Αν κι έπεφτε ασταμάτητα το χιόνι, σαν τα μυρμήγκια πήγαιναν στην εκκλησιά οι χωριανοί.
Ο Ναός, στη σκέψη μου μέσα, ήταν η παράμερη σπηλιά της Βηθλεέμ.
Η τρίδυμη κανδήλα της Ωραίας Πύλης ήταν το αστέρι.
Η Αγία Τράπεζα ήταν η φάτνη με τον νεογέννητο Χριστό.
Στο πλάι της καθότανε η λεχώνα Παναγιά.
Χαμογελαστή ήταν.
Την κοίταζες και γέμιζε η ψυχή σου ελπίδα.
Την ξανακοίταζες και μεταλλασσόσουνα.
Γινόσουνα πιθυμιά, ονειροπόλημα, θάρρος, χαμόγελο, ύμνος, γαλήνη, εμπιστοσύνη, ταξίδι, νέφος, αέρας, δροσοσταλιά, άγγελος, αστέρι, αχτίδα.
Σιμά της ήταν και τα άλογα ζωντανά.
Ήρθαν να ζεστάνουν με τις ανάσες τους το νιόφερτο Παιδί.
Ο Ιερέας ήταν ο Ιωσήφ.
Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήταν οι άγγελοι, που ’ψελναν το «Δόξα εν υψίστοις…».
Οι γέροντες του χωριού ήταν οι σοφοί μάγοι της ανατολής.
Από την Περσία ερχόντουσαν.
Δεν είχαν καμήλες.
Ούτε δώρα είχαν να προσφέρουν στον μικρό Εμμανουήλ.
Ήρθαν να του δώσουν την αγάπη τους, την έγνοια τους και την ανέχεια τους.
Και οι νιότεροι…
Οι νεότεροι ήταν οι αγραυλούντες της ευλογημένης βραδιάς.
Ήταν οι βοσκοί…
Ήταν οι βουκόλοι της εξοχής και του ερημότοπου.
………………………………………………………………………………………..
Το χιόνι είχε ξεπεράσει τα τριάντα εκατοστά, όταν βγήκαμε απ’ την εκκλησιά.
Και όλο έριχνε… έριχνε… έριχνε…
Όμως, δε φύγαμε.
Ανταλλάξαμε ευχές, είπαμε «Χρόνια Πολλά» και περιμέναμε.
Περιμέναμε τον παπά.
Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε πίσω.
Έπρεπε να φύγουμε όλοι μαζί.
Στο μεταξύ, ο δάσκαλος, χωριανός μας ήταν, μας μάζεψε και μας έβαλε να πούμε τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα στους χωριανούς.
«Πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για το ταμείο του σχολείου…!», μας είπε.
Βλέπετε, το κράτος, εκείνον τον καιρό, δεν έφτανε ως το δικό μου το χωριό.
Στενοί οι δρόμοι, απόμακρο το χωριό…
Με τόσα εμπόδια, πώς να ’φτανε το κράτος ως το χωριό;
Οι χωριανοί άπλωσαν στην τσέπη τους, άνοιξαν το πορτοφόλι τους και μας έδωσαν κατά τη δύναμή τους.
Η επιστροφή ήταν πιο δύσκολη.
Λίγο η κούραση, λίγο το ξενύχτι, λίγο το κρύο, περισσότερο η χιονόπτωση…
Προτού φτάσουμε στο καλύβι μας, σπάσαμε μικρά κλαδιά απ’ τα πουρνάρια.
Ο καθένας μας το δικό του κλαδί.
Η μάνα πήγε στον σορό, πήρε ξύλα κι άναψε τη φωτιά.
Άμα άναψαν τα ξύλα και φούντωσε η φωτιά, ρίξαμε τα κλαδάκια μας απάνω στις φλόγες.
Κατά την ηλικία μας τα ρίξαμε.
Εκείνα έτριζαν κι εμείς λέγαμε ευχές.
Μπορεί η ζωή μας να ’μοιαζε με παραμύθι, αλλά δεν ήταν παραμυθένια.
Όμως, δε ζητούσαμε κι ούτε ευχόμασταν πράγματα των άλλων κόσμων και της καλύτερης ζωής.
Δεν τα ξέραμε κιόλας…
«Γίδια, πρόβατα, αρνιά, κατσίκια, μουλάρια, γαϊδούρια, στάρια, καλαμπόκια, νύφες, γαμπρούς, παιδιά, κορίτσια…» και άλλα παρόμοια λέγαμε.
Ο πατέρας με τη μάνα πήγαν να ταΐσουν τα πράματα, ο παππούλης άναψε το τσιμπούκι του, εμείς καθίσαμε ολόγυρα στη γωνιά και η βάβω έβαλε σειρά να βράσει τραχανά…
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Να ’μαι…
Έφτασα…
Στο τέρμα του δρόμου είμαι.
Του εφετινού δρόμου.
Να κι ο σταθμός.
Τερματικός είναι.
Τριακόσιες εξήντα τόσες μέρες διήρκησε το ταξίδι μου.
Πέρασα ανηφοριές, διάβηκα κατηφοριές, βρήκα ισιώματα, ταλαιπωρήθηκα σε ερήμους, ξαπόστασα σε οάσεις, διάβηκα φαράγγια, έπεσα, τσαλακώθηκα, λασπώθηκα, σηκώθηκα, πόνεσα, χάρηκα, λυπήθηκα, πικράθηκα, αλλά έφτασα.
Και το άδικο συνάντησα στη στράτα μου.
Κι ήταν τόσο σκληρό…
Βλέπετε, οι νάνοι δεν προσπαθούν να ψηλώσουν οι ίδιοι, πριονίζουν τα πόδια των ψηλών, για να τους φέρουν στο μπόι τους.
Τέλος πάντων…
Τώρα…
Τώρα, είμαι στον σταθμό.
Περιμένω το τρένο.
Θα το πάρω για το επόμενο ταξίδι.
Δεν ξέρω, αν θα φτάσω στο τέλος του, αλλά…
Θα μπω σ’ ένα βαγόνι, ίσως στο τελευταίο, και θα ταξιδέψω.
Κι όπου με βγάλει η στράτα.
Κόσμος πολύς γύρω μου.
Κι αυτός για το τρένο είναι.
Ένα ετερόκλητο κράμα είναι ο κόσμος.
Το συνθέτουν Άνθρωποι και άνθρωποι, αλλά και ένα πλήθος από ομοιώματα ανθρώπων.
Και, δυστυχώς, δεν είναι λίγα.
Κράμα… μείγμα… αχταρμάς, λοιπόν, είναι ο κόσμος.
Κι εγώ…
Εγώ μόνος μου μέσα σ’ αυτό το κράμα.
Εγώ, ο εαυτός μου και οι αναμνήσεις μου.
Θεέ μου, τι εφεύρημα είναι ο νους…!!!
Και πόσο μακριά σε πάει…
Κι απ’ την αστραπή πιο γρήγορος είναι.
Ώσπου να σκεφτείς, φτάνεις.
…………………………
Χειμώνας καιρός και τα δασκαλούδια τριγυρνούν, ανέμελα, στους δρόμους και στα στενάκια του χωριού και τραγουδούν.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, στις πόρτες και στις αυλές των χωριανών τους, λένε.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου.
Φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε,
δαμάσκηνα με το κλαρί, σταφύλια με το κλήμα.
Να σηκωθεί ο Αφέντης μας, να κάτσει στο θρανίο,
να κάτσει και να αφουγκραστεί τον Άγιο Βασίλη…».
…………………………
Να ’την η μάνα μου.
Με μια θράκα παιδιά ολόγυρά της.
Φτιάχνει τη βασιλόπιττα.
Χρήματα δεν έχει να βάλει μέσα.
Ούτε ένα φτηνό κέρμα δεν έχει.
Πεντάρα, δεκάρα ή κάτι τέτοιο.
Πού να βρεθούν τα χρήματα;
Τα χρήματα είναι για αυτούς που τα ’χουν.
Δεν είναι για τη μάνα τα χρήματα, που, όντας ξυπόλητο και άγουρο κοριτσόπουλο, πουλούσε στον Καρβασαρά εννιά δεκάρες της δραχμής τα ξύλα.
Το κάθε ζαλίκι τόσο.
Δίσεκτος ο καιρός, αναμπουμπούλα και εμφύλιος στη χώρα, ανασφάλεια στον κόσμο…
Έπειτα, πού να τα βάλει τα χρήματα η μάνα;
Σάμπως έχει πορτοφόλι;
Τέλος πάντων…
Λαχανόπιττα φτιάχνει.
Δε θα βάλει χρήματα, αλλά...
Να, θα βάλει ένα φύλλο από πουρνάρι, ένα φύλλο από κουμαριά, ένα κλωνάρι ρίγανη, ένα σπυρί σιτάρι, ένα σπυρί καλαμπόκι κι ένα μικρό κομμάτι άχυρο.
Σκόρπια δώθε-κείθε θα τα βάλει.
Όταν βγει η πίτα από τη γάστρα, θα κάτσουμε, ολόγυρα απ’ το ταψί, σταυροπόδι όλοι μαζί, θα κάνουμε τον σταυρό τους και θ’ αρχίσουμε το φαγητό.
Τρώγοντας:
-Όποιος τύχει το πουρναρόφυλλο θα ’χει προκομένα γίδια.
-Όποιος έβρει το κουμαρόφυλλο θα του τρέξουν (προκόψουν) τα πρόβατα.
-Όποιος έβρει τη ρίγανη θα ’χει καλά μελίσσια.
-Όποιος τύχει το σιτάρι θα ’χει στοιχειωμένα (προκομένα) στάρια.
-Όποιος τύχει το καλαμπόκι θα ’χει καλά καλαμπόκια.
-Όποιος έβρει το άχυρο θα ’χει προκομένα χοντρικά (αλογομούλαρα).
…………………………
Τον Αη-Βασίλη εγώ δεν τον συνάντησα ποτέ.
Αλήθεια σας λέω.
Ποτέ μου…
Όμως, κι εκείνος δε με γύρεψε κι ούτε έψαξε να με βρει.
Ποτέ του δεν το ’κανε.
Οπότε, ούτε στον δρόμο τον βρήκα, ούτε στο σχολείο μου ήρθε, ούτε μέσα απ’ το μπουχαρί στο καλύβι μου μπήκε, ούτε παιχνίδια ξάμωσε να μου δώσει.
Όσο ήμουν παιδί, τα λιθάρια χρησιμοποιούσα για παιχνίδια.
Και τα ξύλα κάποιες άλλες φορές.
Βέβαια, και τώρα παιδί είμαι, αλλά με άσπρα μαλλιά.
Ευτυχώς, που δεν έπεσαν με όσα συνάντησα, με όσα είδα και με όσα άκουσα. Στης ζωής μου τον δρόμο εννοώ.
Τον ήξερα, όμως, τον Άγιο.
Σε μια εικόνα της εκκλησιάς μας τον είχα ιδεί.
Μεσόκοπος ήταν, αλλά ξερακιανός, άσαρκος, ταλαιπωρημένος.
Καμιά ομοιότητα με τούτον της Coca Cola.
…………………………
Κι ο μπαρμπα-Φάνης…
Να ’τος κι αυτός.
Κάθεται δίπλα στο γωνολίθι και περιεργάζεται τη γουρουνίσια σπλήνα.
Προβλέπει απέραστο τον Χειμώνα.
Η σπλήνα στην αρχή της είναι λεπτή κι έπειτα γίνεται χοντρότερη.
Ένδειξη, ότι ο Χειμώνας είναι όψιμος και βαρύς.
…………………………
Να ’την κι η θείτσα η Ανάστω.
Παλεύει μέσα στις ερημιές με τα καλικαντζάρια, με τα κάντζια, με τα πειραχτήρια και με τα παγανά.
Από κοντά στα γίδια της είναι.
Βρίσκεται τρεις ράχες κι άλλα τόσα ρέματα αλάργα απ’ το κονάκι της.
Άλλα της φωνάζουν σαν τα λιανούρια, άλλα ουρλιάζουν σαν τα τσακάλια, αλλά τη γυροβολιάζουν σαν τις αλεπούδες κι άλλα πετούν τρό’υρά της, λες κι είναι μαύρα κοράκια με σιδερένια φτερά.
Την πειράζουν, την εξοργίζουν και γελούν…γελούν… όλο γελούν.
Σαν τα άκακα παιδάκια κάνουν, αλλά δεν είναι.
Αν, η θείτσα η Ανάστω, δεν κάμει τον σταυρό της, δε γλιτώνει.
Θα την πάρουν.
Σα να ’ναι φτερό στον άνεμο θα τη σηκώσουν.
Θα την κρύψουν μέσα στις σπηλιές, θα την ταΐζουν κοπριές κι άντε να τη βρεις μετά.
…………………………
Όμως, το τρένο…
Έρχεται το τρένο.
Σφυρίζει…
Όπως πλησιάζει, σφυρίζει.
Σε λίγο τροχοδρομεί.
Το τρένο καταφτάνει κι εγώ σκέφτομαι.
Σκέφτομαι και ελπίζω…
Ελπίζω και εύχομαι, στο επικείμενο ταξίδι μου, να μη συναντήσω λάσπη, άδικο, εκμετάλλευση, ψέμα, παραλογισμό, σαπίλα, πλάνη, κουτοπονηριά, δολιότητα, απόγνωση, θάνατο, πόνο, δάκρυ, πείνα και άστεγους, καθώς και τα κάθε μορφής, είδους και συνομοταξίας αρπαχτικά, τρωκτικά, σαλιγκάρια και ερπετά.
Ακόμη, ελπίζω και εύχομαι, καθ’ όλη τη διάρκειά του, να συναντώ τον σεβασμό τού ανθρώπου προς τον Δημιουργό του, προς τη Γη που τον φιλοξενεί, αλλά και προς τον Άνθρωπο, που απάνω στη Γη μαζί μ’ αυτόν κατοικεί.
Τέλος, μακάρι, σε τούτο το δωδεκάμηνο ταξίδι μου να βρεθούν σιμά μου δυο χέρια ανοιχτά, μια ζεστή αγκαλιά, δυο μάτια αληθινά κι ένα στόμα να μου πει ψιθυριστά: «Δες, είμαι εδώ, γιατί σ’ αγαπώ…!»
Blogger Comment
Facebook Comment